Άγι-Γιώργης
(ουσ. αρσ.)
Άγι-Γιώργης
[ˈaʝiˈʝorʝis]
Σινασσ., Φερτάκ.
Άγι-Γιώρ’ς
[ˈaʝiˈʝors]
Μαλακ.
Άι-Γιώργης
[ˈaiˈʝorʝis]
Ανακ., Αραβαν., Φλογ.
Αγιώργης
[aˈʝorʝis]
Σίλ.
Άι-Γιώρης
[ˈaiˈʝoris]
Φλογ.
Αγιώρης
[aˈʝoris]
Σίλατ., Σινασσ.
Αγιώρ’
[aˈʝor]
Ανακ.
Αέριους
[aˈerius]
Φάρασ.
Εζ-Γιώργκης
[ezˈʝorɟis]
Φάρασ.
Από το πρώιμ. μεσν. περιφρ. αγιώνυμο Ἅγιος Γεώργιος. Η επωνυμία του μηνός λόγω της εορτής του Αγ. Γεωργίου του εν Λύδδῃ στις 3 Νοεμβρίου.
1. O Άγιος Γεώργιος
Καππ.
:
Σάμου ’φήνει τ’ άβγκο του Εζ-Γιώργκης σο τσ̑αΐρι, έρτσ̑εται η άνοιξη
(Όταν αφήνει το άλογό του στο λιβάδι ο Άι-Γιώργης, έρχεται η άνοιξη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Αγιώργης μου, ήρτις ’ρώ μ’ κι;
(Άι-Γιώργη μου, ήρθες λοιπόν εδώ;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Άγι-Γιώργη μ’ έλα, αν έν’ ξύλο φύσα το, αν έν’ ’χτέρ’ κύλα το
(Άι-Γιώργη μου έλα, αν είναι ξύλο φύσα το, αν είναι πέτρα κύλα το˙ επωδή για όταν μπαίνει σκουπιδάκι στο μάτι)
Φάρασ., Φερτάκ.
-Κρινόπ.
|| Ασμ.
Επιάσαν τη κι εδέσαν τη με μαύρη αλυσίδα
κι η κόρ’ από τον φόβο της φωνάζει Αγι Γιώργη μ’
Άγι-Γιώργη μ’ γλύτω με κι εγ’ ας σε ζουγραφίσω
Σινασσ. -Αρχέλ. Εζ Γιώργκη τ’ άβγκο σου ένι γίρι
γίριν τζ̑ό ’νι, έν’ κατινόν μπεϊκίρι
(Άι-Γιώργη, τ’ άλογό σου είν’ ψαρί ψαρί δεν είναι, είναι καθαρή φοράδα ) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
κι η κόρ’ από τον φόβο της φωνάζει Αγι Γιώργη μ’
Άγι-Γιώργη μ’ γλύτω με κι εγ’ ας σε ζουγραφίσω
Σινασσ. -Αρχέλ. Εζ Γιώργκη τ’ άβγκο σου ένι γίρι
γίριν τζ̑ό ’νι, έν’ κατινόν μπεϊκίρι
(Άι-Γιώργη, τ’ άλογό σου είν’ ψαρί ψαρί δεν είναι, είναι καθαρή φοράδα ) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
β.
Συνεκδοχ., ναός του Αγ. Γεωργίου
ό.π.τ.
:
Πήγα μακριά τε ’ς Άι-Γιώργη, Ελενίτσαζ βουνιού το ντερέ κι άλλο μακριά
(Πήγα μακριά ως τον Άι-Γιώργη, στο ρέμα του βουνού της Ελενίτσας, κι ακόμα πιο μακριά
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Ο μήνας Νοέμβριος
ό.π.τ.
:
Σα δυό μήνες ανάμεσα, Άι-Δρημήτ’ Άι-Γιώρ’ σπέρνιξαμ’ σ̑ιτάρ’
(Μεταξύ των δύο μηνών, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου, σπέρναμε στάρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.