ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγγουριά (ουσ. θηλ.) αγγουρα̈́ [aŋguˈræ] Φάρασ. αγγουρέ [aŋguˈre] Φάρασ., Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. ἀγγουρέα = το φυτό αγγουριά. H σημ. ‘μποστάνι’ αντί του κοινού ν.ε. ‘αγγουριά’ επίσης Κάρπ. Κύπρ.
Μποστάνι ό.π.τ. : Τζ̑ο θέκνουν αγγουρα̈́, τζ̑ο ’δρεύουν ντα να μην ξερώσει (Δεν φυτεύουν μποστάνια, δεν τα φυτεύουν για να μην ξεραθούν, πρόληψη για τις 2 Μαΐου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. αγγουριώνα