αγελάδα
(ουσ. θηλ.)
αελάδα
[aeˈlaða]
Ανακ.
γελάδα
[ʝeˈlaða]
Κίσκ.
αλιά
[aˈʎa]
Σίλ.
Πληθ.
αγελάδες
[aɣeˈlaðes]
Φερτάκ.
Mεσν. ουσ. ἀγελάδα, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ἀγελάς = ζώο που ζει σε αγέλη.
Αγελάδα
ό.π.τ.
:
Μάρτ’ τ͑οχουζού βγάλλισ̑κάμ’ τ’ αελάδες σην αέλ’
(Στις 9 του Μάρτη βγάζαμε τις αγελάδες στην αγέλη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τιαζ έσ̑ει ρυό καλές αλιές
(Aυτός έχει δυό καλές αγελάδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κόφτειναμ’ αγελάδες, σάνισκαμ’ παστουρμάδες, γιόμ’ζαμ’ σουdζούκα
(Σφάζαμε αγελάδες, φτιάχναμε παστουρμάδες, παραγεμίζαμε σουτζούκια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αγελάδι, χτήνος