ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγελάδα (ουσ. θηλ.) αελάδα [aeˈlaða] Ανακ. γελάδα [ʝeˈlaða] Κίσκ. αλιά [aˈʎa] Σίλ. Πληθ. αγελάδες [aɣeˈlaðes] Φερτάκ. Mεσν. ουσ. ἀγελάδα, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ἀγελάς = ζώο που ζει σε αγέλη.
Αγελάδα ό.π.τ. : Μάρτ’ τ͑οχουζού βγάλλισ̑κάμ’ τ’ αελάδες σην αέλ’ (Στις 9 του Μάρτη βγάζαμε τις αγελάδες στην αγέλη) Ανακ. -Κωστ.Α. Τιαζ έσ̑ει ρυό καλές αλιές (Aυτός έχει δυό καλές αγελάδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κόφτειναμ’ αγελάδες, σάνισκαμ’ παστουρμάδες, γιόμ’ζαμ’ σουdζούκα (Σφάζαμε αγελάδες, φτιάχναμε παστουρμάδες, παραγεμίζαμε σουτζούκια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αγελάδι, χτήνος