αγγελοχτυπιούμαι
(ρ.)
Αόρ.
αγγελοχτυπήθη
[anɟeloxtipiˈθi]
Σινασσ.
Μτχ.
ανgελοχτυπημένος
[anɟeloxtipiˈmenos]
Σινασσ.
αγγελοχτυπημένο
[anɟeloxtipiˈmeno]
Ανακ.
Από το ουσ. άγγελος καὶ το ρ. χτυπώ.
Πληγώνομαι από τον Χάρο και ψυχορραγώ
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Εκεί έν’ ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου
δομένος, σκοτωμένος και ορεικείμενος
ανgελοχτυπημένος και αναγνώριστος (Εκεί είναι ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου
χτυπημένος, σκοτωμένος, που κείται πάνω στα βουνά
πληγωμένος από τον Χάρο και αγνώριστος στην όψη) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγγελοφορώ, βουρουλντίζω
δομένος, σκοτωμένος και ορεικείμενος
ανgελοχτυπημένος και αναγνώριστος (Εκεί είναι ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου
χτυπημένος, σκοτωμένος, που κείται πάνω στα βουνά
πληγωμένος από τον Χάρο και αγνώριστος στην όψη) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγγελοφορώ, βουρουλντίζω