ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγγελότοπος (ουσ. αρσ.) ανgελότοπος [anɟeˈlotopos] Σινασσ. Από τα ουσ. άγγελος και τόπος.
Για τόπο, που είναι αγγελικός λόγω της ομορφιάς του : Ο βασιλιάς είδιε στο όρωμά τἔνα παλάτ’ όμορφο που ήταν όμορφο σαν ανgελότοπος (Ο βασιλιάς είδε στον όνειρό του ένα όμορφο παλάτι όμορφο σαν τόπος αγγέλων) Σινασσ. -ΙΛΝΕ 374