ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγελάδι (ουσ. ουδ.) εγελάδι [eʝeˈlaði] Φερτάκ. εγιλέτ’ [eʝiˈlet] Φερτάκ. α’ιλάτ’ [aiˈlat] Φερτάκ. ε’ιλέτ’ [eiˈlet] Φερτάκ. γιολάτ’ [ʝoˈlat] Φερτάκ. γιάδι [ˈʝaði] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. ε’ιλάδια [eiˈlaðʝa] Φερτάκ. γιάδε [ˈʝaðe] Σατ., Φάρασ., Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. ἀγελάδιον.
Αγελάδα ό.π.τ. : Ήρταν τού ’φητσ̑εν σο ρουσ̑ί του γιαδού οι αυτένοι (Ήρθαν τα αφεντικά της αγελάδας που άφησε στο βουνό) Φάρασ. -Αναστασ. Το γιάδι έν’ ’λιμεγμένου (Η αγελάδα είναι αρμεγμένη) Φάρασ. -Αναστασ. Το γιάδι ποίτσ̑ιν τανάς (Η αγελάδα έκανε (δηλ. γέννησε) μοσχάρι) Φάρασ. -Bağr. Αdζ̑εί σο Βαρασ̑ό είχαμε γιάδε, βόιδε τσαι ’ίδε πουά (Εκεί στα Φάρασα είχαμε αγελάδια, βόδια και γίδια πολλά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λίμιξιν του γιάδι, γέμουσιν το σιτίλι γα (Άρμεξε την αγελάδα, γέμισε την καρδάρα με γάλα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Ανdί γιάδι ’λιμέζει τα (Tον αρμέγει σαν αγελάδα˙ για ακραία εκμετάλλευση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Του γιάδι του τζ̑’ ’α ιδεί του μουσκάρι τoυ, γα τζ̑ο κατεβάζει (Το αγελάδι που δεν θα δει το μοσχάρι του, γάλα δεν κατεβάζει˙ αν κάποιος δεν έχει κίνητρο, δεν κάνει καμία δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το ναυλή σταβρό και τ’ α’ιλάτ’ τεν αλμέζεται (Η αυλή είναι στραβή και η αγελάδα δεν αρμέγεται˙ όταν δεν θέλουμε να κάνουμε μιά δουλειά, βρίσκουμε γελοίες δικαιολογίες) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αγελάδα, χτήνος