αγελάδι
(ουσ. ουδ.)
εγελάδι
[eʝeˈlaði]
Φερτάκ.
εγιλέτ’
[eʝiˈlet]
Φερτάκ.
α’ιλάτ’
[aiˈlat]
Φερτάκ.
ε’ιλέτ’
[eiˈlet]
Φερτάκ.
γιολάτ’
[ʝoˈlat]
Φερτάκ.
γιάδι
[ˈʝaði]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Πληθ.
ε’ιλάδια
[eiˈlaðʝa]
Φερτάκ.
γιάδε
[ˈʝaðe]
Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀγελάδιον.
Αγελάδα
ό.π.τ.
:
Ήρταν τού ’φητσ̑εν σο ρουσ̑ί του γιαδού οι αυτένοι
(Ήρθαν τα αφεντικά της αγελάδας που άφησε στο βουνό)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το γιάδι έν’ ’λιμεγμένου
(Η αγελάδα είναι αρμεγμένη)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το γιάδι ποίτσ̑ιν τανάς
(Η αγελάδα έκανε (δηλ. γέννησε) μοσχάρι)
Φάρασ.
-Bağr.
Αdζ̑εί σο Βαρασ̑ό είχαμε γιάδε, βόιδε τσαι ’ίδε πουά
(Εκεί στα Φάρασα είχαμε αγελάδια, βόδια και γίδια πολλά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λίμιξιν του γιάδι, γέμουσιν το σιτίλι γα
(Άρμεξε την αγελάδα, γέμισε την καρδάρα με γάλα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Ανdί γιάδι ’λιμέζει τα
(Tον αρμέγει σαν αγελάδα˙ για ακραία εκμετάλλευση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Του γιάδι του τζ̑’ ’α ιδεί του μουσκάρι τoυ, γα τζ̑ο κατεβάζει
(Το αγελάδι που δεν θα δει το μοσχάρι του, γάλα δεν κατεβάζει˙ αν κάποιος δεν έχει κίνητρο, δεν κάνει καμία δουλειά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ναυλή σταβρό και τ’ α’ιλάτ’ τεν αλμέζεται
(Η αυλή είναι στραβή και η αγελάδα δεν αρμέγεται˙ όταν δεν θέλουμε να κάνουμε μιά δουλειά, βρίσκουμε γελοίες δικαιολογίες)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αγελάδα, χτήνος