αγένωτος
(επίθ.)
αγένωτος
[aˈʝenotos]
Σινασσ.
αγένουτους
[aˈʝenutus]
Μαλακ.
Από το πρόθμ. α- στερητ., το ρ. γίνομαι, όπου και τύπ. γένομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -τος.