ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγένωτος (επίθ.) αγένωτος [aˈʝenotos] Σινασσ. αγένουτους [aˈʝenutus] Μαλακ. Από το πρόθμ. α- στερητ., το ρ. γίνομαι, όπου και τύπ. γένομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Για καρπούς, αγίνωτος, άγουρος, ανώριμος Μαλακ., Σινασσ. : Μ’ έδωκες ένα μήλιο κι έτο έν’ αγένωτο (Μου έδωσες ένα μήλο κι αυτό είναι αγίνωτο) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. άγουρος, ακάμωτος, χαμ