ακάμωτος
(επίθ.)
ακάμωτος
[aˈkamotos]
Αραβαν., Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. ἀκάμωτος = για αγρό, αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί. Η λ. στον Βλάχ. με την σημ. ‘ἄωρος’.
1. Αυτός ο οποίος δεν έχει γίνει, ημιτελής, άφτιαχτος
ό.π.τ.
:
Ακάμωτο μαλλί
(Μαλλί που δεν έχει κλωστεί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ήμισυς, μισιάρι :2, Αντίθ
τεκμίλι
2. Ἀγουρος, αγίνωτος, κυρ. για φρούτα
Αραβαν.
:
Τα βορκόκια ακάμωτα ’νdαι
(Τα βερίκοκκα είναι αγίνωτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγένωτος
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025