ακάμωτος
(επίθ.)
ακάμωτος
[aˈkamotos]
Αραβαν., Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. ἀκάμωτος = για αγρό, αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί. Η λ. στον Βλάχ. με την σημ. ‘ἄωρος’.
2. Ἀγουρος, αγίνωτος, κυρίως για φρούτα
Αραβαν.
:
Τα βορκόκια ακάμωτα 'νdαι
(Τα βερίκοκκα είναι αγίνωτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγένωτος