ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-αίνω (επίθμ.) -αίνω [ˈeno] Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. Αρχ. επίθμ. -αίνω.
1. Μετεπιθ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκ. ενεργεί έτσι ώστε να αποκτηθεί ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : βαθικαίνω (βαθαίνω κάτι) Σινασσ. γλυκαίνω (γλυκαίνω) Σινασσ. κοριαίνω (τυφλώνω) Φάρασ., Αφσάρ. μακρυναίνω (εκτείνω, απλώνω) Φάρασ. τρυπαίνου (τρυπάω) Φάρασ. Πβ. -εύω :1, -ιάζω :1, -ώνω :1
2. Μετεπιθ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκ. αποκτά ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : ασκημαίνω (γίνομαι άσχημος) Αραβαν. κοριαίνω (τυφλώνομαι) Αφσάρ. ξεραίνω (ξεραίνομαι, στεγνώνω) Σίλ. τρυπαίνω (τρυπώνω) Φάρασ. Συνών. -εύω :1, -ιάζω :2, -ίζω :3, -λαντίζω, -ώνω :1
3. Για τον μεταπλ. ρ. σε -ω και -ώ άνευ διαφοράς στην σημ., πιθ. βάσει του παλαιότ. παρατατ. σε -εινα Καππ., Φάρασ. : βγαλλαίνω (βγάλλω) Καππ. καλαίνω (καλώ) Φερτάκ., Αραβαν. καμναίνω (κάμνω) Φάρασ., Φκόσ. πλυναίνω (πλύνω) Φάρασ., Φκόσ. σπειραίνω (σπέρνω) Φάρασ., Φκόσ. φοραίνω (foˈro) Ουλαγ., Αραβαν. φρουκαλαίνω (φροκαλώ) Φάρασ.