-αίνω
(επίθμ.)
-αίνω
[ˈeno]
Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Αρχ. επίθμ. -αίνω.
1. Μετεπιθ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκ. ενεργεί έτσι ώστε να αποκτηθεί ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
βαθικαίνω
(βαθαίνω κάτι)
Σινασσ.
γλυκαίνω
(γλυκαίνω)
Σινασσ.
κοριαίνω
(τυφλώνω)
Φάρασ., Αφσάρ.
μακρυναίνω
(εκτείνω, απλώνω)
Φάρασ.
τρυπαίνου
(τρυπάω)
Φάρασ.
Πβ.
-εύω :1, -ιάζω :1, -ώνω :1
2. Μετεπιθ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκ. αποκτά ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
ασκημαίνω
(γίνομαι άσχημος)
Αραβαν.
κοριαίνω
(τυφλώνομαι)
Αφσάρ.
ξεραίνω
(ξεραίνομαι, στεγνώνω)
Σίλ.
τρυπαίνω
(τρυπώνω)
Φάρασ.
Συνών.
-εύω :1, -ιάζω :2, -ίζω :3, -λαντίζω, -ώνω :1
3. Για τον μεταπλ. ρ. σε -ω και -ώ άνευ διαφοράς στην σημ., πιθ. βάσει του παλαιότ. παρατατ. σε -εινα
Καππ., Φάρασ.
:
βγαλλαίνω
(βγάλλω)
Καππ.
καλαίνω
(καλώ)
Φερτάκ., Αραβαν.
καμναίνω
(κάμνω)
Φάρασ., Φκόσ.
πλυναίνω
(πλύνω)
Φάρασ., Φκόσ.
σπειραίνω
(σπέρνω)
Φάρασ., Φκόσ.
φοραίνω
(foˈro)
Ουλαγ., Αραβαν.
φρουκαλαίνω
(φροκαλώ)
Φάρασ.