ακαμάτης
(επίθ.)
ακαμάτης
[akaˈmatis]
Σινασσ.
ακαμάτ'
[akaˈmat]
Μαλακ., Μισθ.
ακαμάτσ̑ης
[akaˈmatʃis]
Αραβαν.
Πληθ.
ακαμάτια
[akaˈmatça]
Μαλακ.
Μεσν. επίθ. ἀκαμάτης.
Τεμπέλης, φυγόπονος
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ύπνοφάγος καί τεμπέλης, ακαμάτης καί φαγάς, άλλο τίποτε δεν θέλει παρά νά γενεί παππάς
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αβαράς, οκνιάρης :1, οκνός, τεμπέλης