ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακαμάτης (επίθ.) ακαμάτης [akaˈmatis] Σινασσ. ακαμάτ' [akaˈmat] Μαλακ., Μισθ. ακαμάτσ̑ης [akaˈmatʃis] Αραβαν. Πληθ. ακαμάτια [akaˈmatça] Μαλακ. Μεσν. επίθ. ἀκαμάτης.
Τεμπέλης, φυγόπονος ό.π.τ. : || Παροιμ. Ύπνοφάγος καί τεμπέλης, ακαμάτης καί φαγάς, άλλο τίποτε δεν θέλει παρά νά γενεί παππάς Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αβαράς, οκνιάρης :1, οκνός, τεμπέλης