ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δουλευτάρος (επίθ.) δουλευτάρος [ðuleˈftarοs] Ανακ. Ουδ. δουλευτάρικο [ðuleˈftariko] Ανακ. Απὸ το ουσ. δουλευτής και το παραγωγ. επίθμ. -άρης αλλά με -ος αναλογ. κατά άλλα επίθ. σε -ος.
Εργατικός Ανακ. : Να πάρουμ’ το κορίτσ̑’· έν’ καλό, δουλευτάρικο, από σόι (Να πάρουμε το κορίτσι· είναι καλό, εργατικό, από σόι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. δουλευτής