δουλευτάρος
(επίθ.)
δουλευτάρος
[ðuleˈftarοs]
Ανακ.
Ουδ.
δουλευτάρικο
[ðuleˈftariko]
Ανακ.
Απὸ το ουσ. δουλευτής και το παραγωγ. επίθμ. -άρης αλλά με -ος αναλογ. κατά άλλα επίθ. σε -ος.
Εργατικός
Ανακ.
:
Να πάρουμ’ το κορίτσ̑’· έν’ καλό, δουλευτάρικο, από σόι
(Να πάρουμε το κορίτσι· είναι καλό, εργατικό, από σόι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
δουλευτής