δουλευτάρος
(επίθ.)
δουλευτάρος
[ðuleˈftarοs]
Ανακ.
Ουδ.
δουλευτάρικο
[ðuleˈftariko]
Ανακ.
Απὸ το ουσ. δουλευτής και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025