ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμπέλης (επίθ.) ντεμbέλης [demˈbelis] Σίλ. τ͑εbέλης [tʰeˈbelis] Σίλ. τεμbέλ' [temˈbel] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. τιαμπάλ [tjamˈbal] Μισθ. τ͑ομπέλης [tʰomˈbelis] Φάρασ. τ͑ομπέλι [tʰomˈbeli] Φάρασ. τ͑ομπέλ' [tʰomˈbel] Φάρασ. τ͑α̈μbα̈́λης [tʰæmˈbælis] Αφσάρ. Θηλ. τ͑ομπέλτσα [tʰomˈbeltsa] Φάρασ. τ͑α̈μπέλτσα [tʰæmˈbeltsa] Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. ντεμπέλης, το οπ. από το τουρκ. επίθ. tembel (<παλαιότ. denbel).
Τεμπέλης, οκνηρός ό.π.τ. : Άντρας πολύ ντεμπέλης (Άνδρας πολύ τεμπέλης) Σίλ. -Dawk. Ο γιος τ΄ς ήτουν τ͑ομπέλ', 'κνι-έρ' (Ο γιος τους ήταν τεμπέλης, οκνηρός) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD || Παροιμ. Σο τεμπέλ' όρ'σε όργο, 'α σε μάει μελό (Στον τεμπέλη όρισε δουλειά, θα σου δώσει γνώμη˙ Ο τεμπέλης προκειμένου να αποφύγει τη δουλειά θα βρει ένα σωρό δικαιολογίες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το ϋσκιϋζάρ άρωπος ας τό τεμπέλ' ντε γκρευ' ογιΰσ'. (Ο προκομμένος άνθρωπος από τον τεμπέλι δεν ζητάει συμβουλή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αβαράς, κάλπι, οκνιάρης