τεμπέλης
(επίθ.)
ντεμbέλης
[demˈbelis]
Σίλ.
τ͑εbέλης
[tʰeˈbelis]
Σίλ.
τεμbέλ'
[temˈbel]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
τιαμπάλ
[tjamˈbal]
Μισθ.
τ͑ομπέλης
[tʰomˈbelis]
Φάρασ.
τ͑ομπέλι
[tʰomˈbeli]
Φάρασ.
τ͑ομπέλ'
[tʰomˈbel]
Φάρασ.
τ͑α̈μbα̈́λης
[tʰæmˈbælis]
Αφσάρ.
Θηλ.
τ͑ομπέλτσα
[tʰomˈbeltsa]
Φάρασ.
τ͑α̈μπέλτσα
[tʰæmˈbeltsa]
Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. ντεμπέλης, το οπ. από το τουρκ. επίθ. tembel (<παλαιότ. denbel).
Τεμπέλης, οκνηρός
ό.π.τ.
:
Άντρας πολύ ντεμπέλης
(Άνδρας πολύ τεμπέλης)
Σίλ.
-Dawk.
Ο γιος τ΄ς ήτουν τ͑ομπέλ', 'κνι-έρ'
(Ο γιος τους ήταν τεμπέλης, οκνηρός)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
|| Παροιμ.
Σο τεμπέλ' όρ'σε όργο, 'α σε μάει μελό
(Στον τεμπέλη όρισε δουλειά, θα σου δώσει γνώμη˙ Ο τεμπέλης προκειμένου να αποφύγει τη δουλειά θα βρει ένα σωρό δικαιολογίες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ϋσκιϋζάρ άρωπος ας τό τεμπέλ' ντε γκρευ' ογιΰσ'.
(Ο προκομμένος άνθρωπος από τον τεμπέλι δεν ζητάει συμβουλή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αβαράς, κάλπι, οκνιάρης