ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμιζλεντώ (ρ.) τεμιζλεdώ [temizleˈdo] Τροχ. Αόρ. τ͑εμιστέτ'σα [tʰemisˈletsa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. temizlemek = α) καθαρίζω β) ληστεύω γ) μτφ., σκοτώνω, «καθαρίζω».
Καθαρίζω ό.π.τ. : Το κόμμα μου τ͑εμιστέτσα το με το αξινάρ', το π͑αλτά (Το χωράφι μου το καθάρισα με το αξινάρι, με τον μπαλτά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αγιτλαντίζω, καθαρίζω, πακλατίζω