ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμπελετίζω (ρ.) τα̈μbα̈λα̈νdίζω [tæmbælænˈdizo] Φάρασ. τεμbελετίζου [tembeleˈtizu] Φάρασ. τ͑εμbελενdώ [tʰembelenˈdo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. tembellenmek (αορ. tembellendi) = τεμπελιάζω.
Τεμπελιάζω ό.π.τ. : Τούτους άρτουπους τ͑εμbελένdζησι (Aυτός ο άνθρωπος τεμπέλιασε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αβαραλαντίζω, σαπαλατώ, σουρουκλεντίζω, σουρτουκλεντίζω :2