τεμπελετίζω
(ρ.)
τα̈μbα̈λα̈νdίζω
[tæmbælænˈdizo]
Φάρασ.
τεμbελετίζου
[tembeleˈtizu]
Φάρασ.
τ͑εμbελενdώ
[tʰembelenˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. tembellenmek (αορ. tembellendi) = τεμπελιάζω.
Τεμπελιάζω
ό.π.τ.
:
Τούτους άρτουπους τ͑εμbελένdζησι
(Aυτός ο άνθρωπος τεμπέλιασε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
αβαραλαντίζω, σαπαλατώ, σουρουκλεντίζω, σουρτουκλεντίζω :2