ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρουκλεντίζω (ρ.) σουρουκλεdίζου [surukleˈdizu] Φάρασ. σϋρϋκλεdίζω [syrykleˈdizo] Αξ. σϋρϋκλετίζω [syrykleˈtizo] Μαλακ. σουρουκλαΐζου [suruklaˈizu] Μισθ. σουρουκλετώ [surukleˈto] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. sürüklemek (αόρ. sürükledi ) = σέρνω. Ο τύπ. σουρουκλετώ αναλογ. προς τα ρ. σε -ώ.
1. Σέρνω κάποιον ή κάτι πάνω στη γη ό.π.τ.
2. Χασομερώ Φάρασ. Συνών. αβαραλαντίζω, σαπαλατώ, σουρτουκλεντίζω :2, τεμπελετίζω