ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρουντίζω (I) (ρ.) σουρουνdίζω [surunˈdizo] Φάρασ. σϋρϋνdίζω [syrynˈdizo] Μισθ. σϋρουνdίζω [syrunˈdizo] Μαλακ. σ̑ουριουνdίζου [ʃurʝunˈdizu] Μισθ. σϋρϋνdώ [syrynˈdo] Ποτάμ. σϋρϋνdού [syrynˈdu] Ουλαγ. Παρατατ. σουριούνdιζα [suˈrʝundiza] Μισθ. Αόρ. σϋρούν’σα [syˈrunsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. sürünmek (αόρ. süründü) = κάνω κάτι να σέρνεται, προκαλώ προβλήματα σε κάποιον, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -ού με μεταπλ.
1. Αμτβ., σέρνομαι στη γη ό.π.τ. : Να σϋρϋντάς και να σερματιέσαι σο πρόσωπό σ’ επάνω (Nα σέρνεσαι και να τραβιέσαι στο πρόσωπό σου απάνω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Σ̑ουριούνdιζα κάτειστη'ής απ’ ντου σουλάιμα (Σερνόμουν κατάχαμα από τον πόνο) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Μτφ., ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ. : Ντέ χάνισι, αλλά σ̑ουρούντημα σ̑ουρουνdίεις (Δεν πεθαίνεις κιόλας, αλλά ταλαιπωρείσαι μεγάλη ταλαιπωρία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.