σουρουντίζω (I)
(ρ.)
σουρουνdίζω
[surunˈdizo]
Φάρασ.
σϋρϋνdίζω
[syrynˈdizo]
Μισθ.
σϋρουνdίζω
[syrunˈdizo]
Μαλακ.
σ̑ουριουνdίζου
[ʃurʝunˈdizu]
Μισθ.
σϋρϋνdώ
[syrynˈdo]
Ποτάμ.
σϋρϋνdού
[syrynˈdu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
σουριούνdιζα
[suˈrʝundiza]
Μισθ.
Αόρ.
σϋρούν’σα
[syˈrunsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sürünmek (αόρ. süründü) = κάνω κάτι να σέρνεται, προκαλώ προβλήματα σε κάποιον, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -ού με μεταπλ.
1. Αμτβ., σέρνομαι στη γη
ό.π.τ.
:
Να σϋρϋντάς και να σερματιέσαι σο πρόσωπό σ’ επάνω
(Nα σέρνεσαι και να τραβιέσαι στο πρόσωπό σου απάνω)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Σ̑ουριούνdιζα κάτειστη'ής απ’ ντου σουλάιμα
(Σερνόμουν κατάχαμα από τον πόνο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Μτφ., ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι
Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Ντέ χάνισι, αλλά σ̑ουρούντημα σ̑ουρουνdίεις
(Δεν πεθαίνεις κιόλας, αλλά ταλαιπωρείσαι μεγάλη ταλαιπωρία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.