σουρτούκο
(ουσ. ουδ.)
σουρτούκο
[surˈtuko]
Ποτάμ., Σινασσ.
σουρτούκος
[surˈtukos]
Σινασσ.
σϋρτΰκα
[syrˈtyka]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sürtüke < ιταλ. sortutto < γαλλ. surtout = είδος ενδύματος του 17ου αι. (βλ. Κατσούδα & Κωνσταντιδου 2019: 240).
Είδος ανδρικού πανωφοριού
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025