ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουσλεντίζω (ρ.) σουσλενdίζω [suslenˈdizo] Μαλακ. Αόρ. σουσλένd’σα [suˈslendsa] Μαλακ. σϋσλέντσ̑ησα [sysˈlentʃisa] Σίλ. Από τον αόρ. süslendi του τουρκ. ρ. süslenmek = στολίζομαι, καλλωπίζομαι.
Στολίζομαι, καλλωπίζομαι ό.π.τ. : Νύφη σϋσλέντσ̑ησι, νταράντζησι, φόρισι γούλα τσης τα τζεβαχίρια (Η νύφη στολίστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε όλα της τα πολύτιμα κοσμήματα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. γασαλντίζω