σουσλεντίζω
(ρ.)
σουσλενdίζω
[suslenˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
σουσλένd’σα
[suˈslendsa]
Μαλακ.
σϋσλέντσ̑ησα
[sysˈlentʃisa]
Σίλ.
Από τον αόρ. süslendi του τουρκ. ρ. süslenmek = στολίζομαι, καλλωπίζομαι.
Στολίζομαι, καλλωπίζομαι
ό.π.τ.
:
Νύφη σϋσλέντσ̑ησι, νταράντζησι, φόρισι γούλα τσης τα τζεβαχίρια
(Η νύφη στολίστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε όλα της τα πολύτιμα κοσμήματα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
γασαλντίζω