ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουσουώνω (ρ.) σουσουώνω [susuˈono] Καππ. σ̑ουσ̑ουώνω [ʃuʃuˈono] Φάρασ. σ̑ϋσ̑ϋώνω [ʃyʃyˈono] Φάρασ. Αόρ. σ̑ΰσ̑ϋασα [ʃyˈʃyasa] Φάρασ. Πιθ. από την τουρκ. φρ. şüst ü şu = πλύσιμο και καθάρισμα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Πβ. ποντ. ρ. τσ̑ουτσ̑ειλώνω = γεμίζω δοχείο μέχρι τα χείλη και ποντ. επίρρ. τσ̑ούτσ̑ειλον = ξέχειλα, το οπ. κατά τον Παπαδόπουλο 1958-1961: σχετικά λήμματα) από το επίθ. εξώχειλος (πβ. νεότ. ρ. ξεχειλίζω). Απίθανη η άποψη του Dawkins (1916: 648) ότι συνδέεται με το ρ. χυλόω > χυλώνω.
Βρέχομαι ό.π.τ.