σουσλεντιρντίζω
(ρ.)
σουσλενdιρντίζω
[suslendirˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
σουσλενdίρντ’σα
[suslenˈdirdsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. süslendirdi του τουρκ. ρ. süslendirmek = στολίζω.
Στολίζω, καλλωπίζω
Μαλακ.