σουτσλούς
(επίθ.)
σουτσλού
[sutsˈlu]
Μισθ.
σουτ͑σ̑λούς
[sutʃhˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
σουτ͑σ̑λούσα
[sutʃhˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. suçlu = ένοχος. Ο τύπ. σουτ͑σ̑λούσα από τον αρσ. τύπ. με παραγωγ. επίθμ. -ούσα.
Ένοχος
ό.π.τ.
:
Ντου χωριό ντου ξέβαλην σουτσλού
(το χωριό τον έκρινε ένοχο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σουτσιάρης