ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουτσλούς (επίθ.) σουτσλού [sutsˈlu] Μισθ. σουτ͑σ̑λούς [sutʃhˈlus] Φάρασ. Θηλ. σουτ͑σ̑λούσα [sutʃhˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. suçlu = ένοχος. Ο τύπ. σουτ͑σ̑λούσα από τον αρσ. τύπ. με παραγωγ. επίθμ. -ούσα.
Ένοχος ό.π.τ. : Ντου χωριό ντου ξέβαλην σουτσλού (το χωριό τον έκρινε ένοχο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σουτσιάρης