ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουφάς (ουσ. αρσ.) σουφάς [suˈfas] Σινασσ. Πληθ. σουφάδια [suˈfaðʝa] Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ. Από το τουρκ. ουσ. sofa = α) καναπές β) χωλ, όπου και διαλεκτ. τύπ. sufa = δωμάτιο. Η λ. ήδη νεότ. με τον τύπ. σοφάς και σημ. ‘καναπές’.
1. Δωμάτιο ό.π.τ.
2. Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού, σαλόνι Σινασσ.