σουφάς
(ουσ. αρσ.)
σουφάς
[suˈfas]
Σινασσ.
Πληθ.
σουφάδια
[suˈfaðʝa]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. sofa = α) καναπές β) χωλ, όπου και διαλεκτ. τύπ. sufa = δωμάτιο. Η λ. ήδη νεότ. με τον τύπ. σοφάς και σημ. ‘καναπές’.
1. Δωμάτιο
ό.π.τ.
2. Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού, σαλόνι
Σινασσ.