σουφλέτημα
(ουσ. ουδ.)
σ̑ουφλέτημα
[ʃuˈfletima]
Φάρασ.
Από το θ. σουφλετη- του ρ. σουφλετώ, όπου και τύπ. σ̑ουφλετώ, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το ξεφλούδισμα οσπρίων ή δημητριακών
Φάρασ.