σουφλετίζω
(ρ.)
σ̑ουφλετίζω
[ʃufleˈtizo]
Φάρασ.
σ̑ουφλετώ
[ʃufleˈto]
Φάρασ.
Από τον αόρ. şifledi του τουρκ. διαλεκτ. ρ. şiflemek = ξεχωρίζω το καλαμπόκι από το κοτσάνι του (Tietze 2019: λ. şifle-) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. σ̑ουφλετώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ.