ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουφλετίζω (ρ.) σ̑ουφλετίζω [ʃufleˈtizo] Φάρασ. σ̑ουφλετώ [ʃufleˈto] Φάρασ. Από τον αόρ. şifledi του τουρκ. διαλεκτ. ρ. şiflemek = ξεχωρίζω το καλαμπόκι από το κοτσάνι του (Tietze 2019: λ. şifle-) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. σ̑ουφλετώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε .
Ξεφλουδίζω Φάρασ. Συνών. γαβλατίζω, καθαρίζω :2, μπελντίζω