σουτσούζ
Πληθ.
σουτ-σούζια
[sutˈsuzʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. sütsüz = χωρίς γάλα/(για ζώο) που παράγει λίγο γάλα.
Ως χαρακτηρισμός γαλακτοφόρου ζώου, που παράγει λίγο γάλα
Ανακ.