σούσουνος
(ουσ. αρσ.)
σούσουνους
[ˈsusunus]
Σινασσ.
Πιθ. από πτωτικό τύπ. του τουρκ. ουσ. ısı = α) θερμοκρασία, θερμότητα β) διαλεκτ., κάψιμο, που αποκόπηκε από την τουρκ φρ. vücut ısısını artması = αύξηση της θερμοκρασίας σώματος, πυρετός. Λιγότερο πιθ. η σύναψη με το ποντ. ρ. σουσουνίζω = φυσώ τη μύτη μου (ηχομιμητ.).
Θέρμη, πυρετός
Φάρασ.