σουτλής
(επίθ.)
σουτλής
[sutˈlis]
Μαλακ.
Πληθ.
σουτλούδια
[sutˈluðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. sütlü = α) αυτός που παράγει πολύ γάλα, για ζώα β) ως ουσ., το ρυζόγαλο.
1. Αυτός που παράγει πολύ γάλα
Ανακ.
2. Ως ουσ., το ρυζόγαλο
Μαλακ.