ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σούφι (ουσ. ουδ.) σ̑ούφι [ˈʃufi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şıf = α) πολτός φρούτων ή λαχανικών β) πολτός σταφυλιών από τον οπ. έχει αφαιρεθεί ο μούστος γ) κουκούλι βαμβακιού δ) μίσχος από βλαστάρια, όπως κρεμμύδια, πράσα κτλ.
1. Φλούδα οσπρίων ή δημητριακών Φάρασ.
2. Ειδικότ., η φλούδα του σταφυλιού Τσουχούρ. : Τα σ̑ούφα γεμών’gαν ντα σα σιδ΄ρώνα τα βαρέλα 'πέσου να ποίκουνι το ιράχ’ς (Τα φλούδια τα γέμιζαν τα έβαζαν μέσα σε σιδερένια βαρέλια για να κάνουν ρακί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. φλοίδι :1, φύλλο