σούφι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ούφι
[ˈʃufi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şıf = α) πολτός φρούτων ή λαχανικών β) πολτός σταφυλιών από τον οπ. έχει αφαιρεθεί ο μούστος γ) κουκούλι βαμβακιού δ) μίσχος από βλαστάρια, όπως κρεμμύδια, πράσα κτλ.
1. Φλούδα οσπρίων ή δημητριακών
Φάρασ.
2. Ειδικότ., η φλούδα του σταφυλιού
Τσουχούρ.
:
Τα σ̑ούφα γεμών’gαν ντα σα σιδ΄ρώνα τα βαρέλα 'πέσου να ποίκουνι το ιράχ’ς
(Τα φλούδια τα γέμιζαν τα έβαζαν μέσα σε σιδερένια βαρέλια για να κάνουν ρακί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
φλοίδι :1, φύλλο