ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουτζούκι (ουσ. ουδ.) σουτζούχ' [suˈdzux] Φλογ. σουτσ̑ούχ̇ι [sutʃuxi] Αφσάρ. σουτσούχ [suˈtsux] Σίλ. σιτσ̑ούχ̇ι [sitʃuxi] Φάρασ. Πληθ. σουτζούκια [suˈdzuca] Ανακ., Μισθ. σουτζ̑ούκια [suˈdʒuca] Αξ. σουτζούκα [suˈdzuka] Φάρασ., Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. σουτζούκι, το οπ. από το τουρκ. sucuk = είδος χωριάτικου λουκάνικου.
Είδος πικάντικου λουκάνικου από κιμά και μπαχαρικά τα οποία παλαιότερα περνούσαν μέσα σε έντερα ό.π.τ. : Παστουρμάδες, σουτζούκα τζαι τυρία (παστουρμάδες, σουτζούκια και τυριά) Φάρασ. -Παπαδ. Σάνισκαμ' παστουρμάδες, γιόμ’ζαμ' σουτζούκα (κάναμε παστουρμάδες, γεμίζαμε σουτζούκια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Τσεμέν σουτζούκια (σουτζούκια τσεμενιού˙ σουτζούκια χωρίς κρέας με κύμινο, μαύρο πιπέρι ή κόκκινη κανέλα) Ανακ. -Κωστ.Α.