σουτζούκι
(ουσ. ουδ.)
σουτζούχ'
[suˈdzux]
Φλογ.
σουτσ̑ούχ̇ι
[sutʃuxi]
Αφσάρ.
σουτσούχ
[suˈtsux]
Σίλ.
σιτσ̑ούχ̇ι
[sitʃuxi]
Φάρασ.
Πληθ.
σουτζούκια
[suˈdzuca]
Ανακ., Μισθ.
σουτζ̑ούκια
[suˈdʒuca]
Αξ.
σουτζούκα
[suˈdzuka]
Φάρασ., Φερτάκ.
Από το νεότ. ουσ. σουτζούκι, το οπ. από το τουρκ. sucuk = είδος χωριάτικου λουκάνικου.
Είδος πικάντικου λουκάνικου από κιμά και μπαχαρικά τα οποία παλαιότερα περνούσαν μέσα σε έντερα
ό.π.τ.
:
Παστουρμάδες, σουτζούκα τζαι τυρία
(παστουρμάδες, σουτζούκια και τυριά)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σάνισκαμ' παστουρμάδες, γιόμ’ζαμ' σουτζούκα
(κάναμε παστουρμάδες, γεμίζαμε σουτζούκια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τσεμέν σουτζούκια
(σουτζούκια τσεμενιού˙ σουτζούκια χωρίς κρέας με κύμινο, μαύρο πιπέρι ή κόκκινη κανέλα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.