σουτλιέν
(ουσ. ουδ.)
σουτλιέν
[sutliˈen]
Ανακ.
Από το τουρκ. sütleğen = το φυτό Ευφορβία, γνωστό για τη χρήση του στην ιατρική λόγω των θεραπευτικών του ιδιοτήτων.
Είδος φυτού, το χυμό το οποίου ανακάτευαν με χάπια και κριθαρίσιο αλεύρι, για να αντιμετωπίσουν την δυσκοιλιότητα
Ανακ.