σούστα
(ουσ. θηλ.)
σούστα
[ˈsusta]
Μισθ., Σίλ.
Νεότ. ουσ. σούστα =καθένα από τα δύο σύσπαστα που συγκρατούν το κέρας του ιστίου στα πλοία, το οπ. από το βεν. susta = σπειροειδές ελατήριο/είδος σχοινιού για το δέσιμο φορτίου. Πβ. και τουρκ. susta.
1. Σούστα, το κουμπί για ενδύματα που αποτελείται από δύο δισκία, ένα εκ των οποίων έχει προεξοχή που εφαρμόζει στην κοιλότητα του άλλου με πίεση
Σίλ.
:
Σούστα ρε κουbώνει, χαλασμένη ’ναι
(η σούστα δεν κουμπώνει, είναι χαλασμένη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.