σουρτουντούζω
(ρ.)
σϋρτϋνdΰζω
[syrtynˈdyzo]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ρ. sürtünmek (αόρ. sürtündü) = τρίβομαι.
Τρίβομαι
Αραβαν.
:
|| Παροιμ.
Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ’ να φάγ’ ξ̑ύλο σϋρτϋνdΰσ̑’ τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο
(η κατσίκα όταν θέλει να φάει ξύλο, τρίβεται στο ραβδί του βοσκού˙ όταν κάποιος προκαλεί με τη συμπεριφορά του την οργή κάποιου, όταν πάει γυρεύοντας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.