ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρτουντούζω (ρ.) σϋρτϋνdΰζω [syrtynˈdyzo] Αραβαν. Από το τουρκ. ρ. sürtünmek (αόρ. sürtündü) = τρίβομαι.
Τρίβομαι Αραβαν. : || Παροιμ. Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ’ να φάγ’ ξ̑ύλο σϋρτϋνdΰσ̑’ τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο (η κατσίκα όταν θέλει να φάει ξύλο, τρίβεται στο ραβδί του βοσκού˙ όταν κάποιος προκαλεί με τη συμπεριφορά του την οργή κάποιου, όταν πάει γυρεύοντας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.