σουρουντίζω (II)
(ρ.)
σϋρϋντϋζω
[syryˈdyzo]
Αξ.
σϋρϋdίζω
[syryˈdizo]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. sürümek (αόρ. sürüdü) = σέρνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Σέρνω κάποιον ή κάτι
Αξ.
:
Το κερβάν κρεμάνουν ντο στ’ αλογάτ’ τ͑ουράγια, σο ψοφήσ̑’, σϋρϋdΰζουν ντο
(τον αρχηγό του καραβανιού τον κρεμάνε στου αλόγου την ουρά και μέχρι να πεθάνει, τον σέρνουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Χορεύω, σέρνω το χορό
Μισθ.
:
Τουν να περάσουν γιορτάις, σϋρϋ’ίζαμ’ ντώικα μέρες
(μέχρι να περάσουν οι γιορτές, χορεύαμε για δώδεκα μέρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.