ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρού (ουσ. ουδ.) σουρού [suˈru] Φάρασ. σϋρΰ [syˈry] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ. σουρΰ [suˈry] Ποτάμ. σιουριού [sçuˈrʝu] Φλογ. Αρσ. σουρούς [suˈrus] Φάρασ. σΰρ’ς [σǘρ’ς] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. sürü =κοπάδι.
1. Κοπάδι ό.π.τ. : Είχαν ένα σϋρΰ πρόβατα και δυό βόδια (είχαν ένα κοπάδι πρόβατα και δύο βόδια) Τελμ. -Dawk. Αρέντζα να με δώdζ̑ει α σουρού πρόβατα (εύχομαι τώρα να μου δώσει (ενν. ο Θεός) ένα κοπάδι πρόβατα) Φάρασ. -Dawk. Εγώ να κρέψω ένα σϋρΰ πρόβατα κι, αν με τα ντώκ’, ότ͑ινος καργιά χ̇έλ’ κιριάς, κι έρεται κρεύ' απ’ εμέ (εγώ θα ζητήσω ένα κοπάδι πρόβατα, κι αν μου το δώσει, όποιου η καρδιά θέλει κρέας, έρχεται και το ζητά από μένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα τακάδε νισκούσανdε α μέγο σουρού από κατό 'ς ως τα πέντε ’κατό (οι τράγοι γίνονταν ένα μεγάλο κοπάδι από εκατό έως πεντακόσιοι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Α σ̑εσμένο τανάς, τσ̑ιπ τη σουρού τα πράματα χα τα σ̑έσ̑ει (Ένας χεσμένος ταύρο όλα τα ζωντανά του κοπαδιού θα τα χέσει˙ Ένα κακό παράδειγμα παρασύρει κι άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μεγάλο πλήθος από ομοειδή πράγματα Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ. : Ένα σüρΰ γαϊdουριού αγκάρια (ένας σωρός γαϊδουράγκαθα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μπιιρ σϋρΰ ασκέρ τοπλανιγιόρ ονϋνέ (μεγάλο πλήθος στρατιωτών συγκεντρώθηκε εκεί) Ποτάμ. -Dawk. Οι γυναίκες με άντροι κανίσκαν ένα σουρΰ (οι γυναίκες και οι άντρες έκανα μιά ομάδα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.