σουρκούτς
(ουσ. ουδ.)
σϋρκΰτς
[syrˈkyts]
Μαλακ.
σουργκού
[surˈgu]
Ανακ.
σουρκούς
[surˈkus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sürgü = σιδερένια ή ξύλινη λαβή, που τοποθετείται οριζόντια πίσω από την πόρτα για κλείσιμο, πβ. και τουρκ. kilit sürgüsü = σύρτης. Πβ. διαλεκτ. sürecek = είδος μάνταλου (το οπ. έχει κι άλλες σημασίες για τις οποίες διαθέτει και τύπ. sürgüç) (THADS, λ. sürecek III).
Ο σύρτης, το μάνταλο πίσω από την πόρτα
ό.π.τ.