ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρκούτς (ουσ. ουδ.) σϋρκΰτς [syrˈkyts] Μαλακ. σουργκού [surˈgu] Ανακ. σουρκούς [surˈkus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sürgü = σιδερένια ή ξύλινη λαβή, που τοποθετείται οριζόντια πίσω από την πόρτα για κλείσιμο, πβ. και τουρκ. kilit sürgüsü = σύρτης. Πβ. διαλεκτ. sürecek = είδος μάνταλου (το οπ. έχει κι άλλες σημασίες για τις οποίες διαθέτει και τύπ. sürgüç) (THADS, λ. sürecek III).
Ο σύρτης, το μάνταλο πίσω από την πόρτα ό.π.τ.