σουπές
(ουσ. αρσ.)
σ̑ουπές
[ʃuˈpes]
Φάρασ.
σ̑ουπέ
[[ʃuˈpe]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. σουπές (Mackridge 2021: 52), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şüphe =υποψία, δυσπιστία, όπου και διαλεκτ. τύπ. şüpe.
Η υποψία
ό.π.τ.