σουπούρμουσα
(επίρρ.)
σϋπΰρμϋσ̑α
[syˈpyrmyʃa]
Ουλαγ.
Από τον τουρκ. ρηματ. τύπ. süpürmüş του ρ. süpürmek =σκουπίζω, με παραγωγ. επίθμ. -α.
Σκουπισμένα, καθαρά
Ουλαγ.
:
Tράν'σαν ντα qαρdάσ̑α τ’ σϋπΰρμϋσ̑α
(Είδαν τα αδέλφια σκουπισμένα, δηλ. τον χώρο σκουπισμένο)