ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουπελεντιρντίζω (ρ.) σϋπελενdίρντίζω [sypelendirˈdizo] Αξ. σ̑ουπελενdιρτίζω [ʃupelendirˈtizo] Αξ. Από το αόρ. şüphelendirdi του τουρκ. τουρκ. şüphelendirmek = κάνω κάποιον να υποψιαστεί.
Κάνω κάποιον να υποψιαστεί κάτι ό.π.τ. : τ͑ίς το ξεύρ’ σ’ πσ̑ό σας κοντά κοιμήχεν γκαι φούσκωσεν τ’ κοιλιά τ’», λέει και σ̑ϋπελενdιρντίζ̑’ τα άλλα λίγο περ’σσό ((«ποιος ξέρει ποιος από σας κοιμήθηκε κοντά της και φούσκωσε τη κοιλιά της» λέει και βάζει υποψίες στους άλλους περισσότερο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.