σουλτανί
(ουσ. ουδ.)
Πιθ. από το τουρκ. επίθ. sultani = α) σουλτανικός, αυτοκρατορικός β) για φαγητό, εκλεκτός.
Ψωμί που έχει ξεκολλήσει από το τοίχωμα του ταντουριού κατά το ψήσιμο, έχει πέσει στα κάρβουνα, και έχει ξεροψηθεί
ό.π.τ.
:
Λε το παιδί, σέμα, δώσ' το λίο σουλτανί· σέμεν να το δώκουν σουλτανί
(Λέει το παιδί μπες, δώστε του λίγο παξιμάδι· μπήκε να του δώσουν παξιμάδι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πήρεν το σουλτανί το ψωμί και πέτασέν το απέ πίσω τ'· γουβαλάτσεν το με το σουλτανί
(Πήρε το ξεροψημένο ψωμί και του το πέταξε πίσω του· τον ανάγκασε να φύγει με το σουλτανί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.