σουπ
(ουσ. ουδ.)
σουπ
['sup]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cöp = αγκαθωτό ξύλο (THADS, λ. cöp).
Είδος αγκαθιού
Αξ.