σουπουρετζής
(ουσ. αρσ.)
σϋπϋρεdζ̑ής
[sypyreˈdʒis]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. süpürücü (Dawkins 1916: 676) α) καθαριστής β) μηχάνημα που καθαρίζει γ) όχημα που καθαρίζει τους δρόμους.
Καθαριστής, αυτός που καθαρίζει με σκούπα
Σίλ.