σουντώ
(ρ.)
σουνdώ
[sun'do]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
Αόρ.
σούντσα
['sudza]
Μαλακ., Μισθ.
Προστ.
σούντα
['suda]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. sunmak = α) προσφέρω, δίνω β) ως διαλεκτ., απλώνω το χέρι για φαγητό.
1. Απλώνω το χέρι μου για να πάρω φαγητό
ό.π.τ.
:
Σούντα συμπεθέρα
(πάρε φαγητό συμπεθέρα (ειρωνικά))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Γενικότ., απλώνω το χέρι για να πάρω κάτι
Μισθ.
:
Ογώ σούντσα σα μέσα μ' να βγάλου ντου μασ̑αίρ'
(Άπλωσα το χέρι στη ζώνη μου για να βγάλω το μαχαίρι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Έπισαν ντα μπιέρτσ̑α κάτ', σούντσα να πάρω
(Έπεσαν οι κάλτσες κάτω, άπλωσα να τις πιάσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
απλώνω