ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουντώ (ρ.) σουνdώ [sun'do] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. Αόρ. σούντσα ['sudza] Μαλακ., Μισθ. Προστ. σούντα ['suda] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. sunmak = α) προσφέρω, δίνω β) ως διαλεκτ., απλώνω το χέρι για φαγητό.
1. Απλώνω το χέρι μου για να πάρω φαγητό ό.π.τ. : Σούντα συμπεθέρα (πάρε φαγητό συμπεθέρα (ειρωνικά)) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Γενικότ., απλώνω το χέρι για να πάρω κάτι Μισθ. : Ογώ σούντσα σα μέσα μ' να βγάλου ντου μασ̑αίρ' (Άπλωσα το χέρι στη ζώνη μου για να βγάλω το μαχαίρι) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Έπισαν ντα μπιέρτσ̑α κάτ', σούντσα να πάρω (Έπεσαν οι κάλτσες κάτω, άπλωσα να τις πιάσω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών. απλώνω