απλώνω
(ρ.)
απλώνω
[aˈplono]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φερτάκ.
απλώνου
[aˈplonu]
Μισθ.
γηπλώνου
[ʝiˈplonu]
Σίλ.
γιουπλώνου
[ʝuˈplonu]
Σίλ.
'φκώνω
[ˈfkono]
Φάρασ.
Παρατατ.
άπλουνα
[ˈapluna]
Μισθ.
'φκένκα
[ˈfkenka]
Φάρασ.
Αόρ.
έφκωσα
[ˈefkosa]
Φάρασ.
γιούπλουσα
[ˈʝuplusa]
Σίλ.
Προστ. Εν.
άπλω
[ˈaplo]
Αραβαν., Φλογ.
Παθ.
απλώνουμαι
[aˈplonume]
Γούρδ.
απλούμαι
[aˈplume]
Ανακ.
απλούμι
[aˈplumi]
Μαλακ., Μισθ.
Παρατατ.
απλούταμαι
[aˈplutame]
Ανακ.
Αόρ.
απλώθα
[aˈploθα]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
απλώχα
[aˈploxa]
Γούρδ., Μισθ.
γιουπλώσ'κα
[ʝuˈploska]
Σίλ.
Μεσν. ρ. ἁπλώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἁπλόω-ῶ. Για την ομαλή τροπή [pl] > [fk] στον τύπ. 'φκώνω βλ. Ανδριώτης (1948: 31). Ο τύπ. γηπλώνου από τον αόρ. το-γ-ήπλωσα με ευφων. [ʝ].
1. Μτβ., απλώνω, ανοίγω, ξεδιπλώνω για υφάσματα
ό.π.τ.
:
Έφκωσαν του Πάσχα το τραπέζι
(Έστρωσαν το πασχαλινό τραπέζι)
Φάρασ.
-Lag.
Απ'κάτω άπλωσεν τρία τέσσερα μινdάρια
(Από κάτω άπλωσε τρία-τέσσερα στρώματα)
Αξ.
-Dawk.
Αμέτε, φκώσετε το ιμάτιν, κόψετε του κουτζ̑όκκου το τζ̑ουφάλι σο ιμάτιν πάνου
(Πηγαίντε, απλώστε το πουκάμισο, κόψτε το κεφάλι του σκυλακίου πάνω στο πουκάμισο)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Παροιμ.
Μπρός σου 'φκώνει χαλία, πίσου σου 'νοίζει γούια
(Μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους˙ για ύπουλους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκερντίζω, κερκιλετίζω
β.
Μτφ., συμβάλλω στην εξάπλωση
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Έφκωσε 'τός τεδέ την Χριστενοσύνη!
(Άπλωσε, λοιπόν, αυτός την Χριστιανοσύνη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
2. Μτβ., αραιώνω και εκθέτω επί του εδάφους ή στον ήλιο
ό.π.τ.
:
Απλώνω φορσιές
(Απλώνω ρούχα)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Πότε τσάφ'σεν έλιος, τα φορτσές απλώτ' ξερώτ' τα
(Τώρα που βγήκε ο ήλιος, τα ρούχα απλώστε τα, στεγνώστε τα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Απλώνω σταφίdες
(Απλώνω σταφίδες)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Ψήνουμ' ντου σ̑τάρ', σ̑άνουμ' ντου κόλλ'φα, απλώνουμ' ντα, ξερώνουν 'ς τουν όλιου
(Βράζουμε το στάρι, το κάνουμε κόλλυβα, τ' απλώνουμε, ξεραίνονται στον ήλιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Καθάριζαμ' ντου χώμα 'ντετσού, άπλουναμ' ντα ντεμάτια
(Καθαρίζαμε το χώμα εκεί, απλώναμε τα δεμάτια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να τ' άπλωσες στον έλιο, να ξερώσ̑' τον
(Αν το άπλωνες στον ήλιο, θα στέγνωνε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γιούπλουσαμ' ντα, γιουπλώνουμ' ντα νταράτσες τα ρούχα μας, ξέρανασ̑ι
(Τα απλώσαμε, απλώναμε στις ταράτσες τα ρούχα μας, στέγνωσαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσάκωσάν τα, απλώθεν το κατράν' σο σπίτ' μέσα
(Τα έσπασαν (ενν. τα πιθάρια), απλώθηκε η πίσσα (που περιείχαν) μέσα στο δωμάτιο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Παίρκεν τα μο το σεπέτι, μο το κούσι τζ̑αι 'φκένκεν τα σην αφκωτάρα
(Τα έπαιρνε με το καλάθι, με την σκάφη (ενν. τα σταφύλια) και τα άπλωνε στην απλώστρα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Του τζ̑ο 'υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ' τι έφκωσα 'λεύρι πάνου
(Όποιος δεν θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει ότι άπλωσα αλεύρι απάνω˙ για φτηνές δικαιολογίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Για μέλη του σώματος, τεντώνω
ό.π.τ.
:
Απλών' το χέρι τ', πσ̑άν' ντο ασ' τα μαλλιά
(Απλώνει το χέρι του, το πιάνει από τα μαλλιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Απλώνου τα π'τάρια μ'
(Απλώνω τα πόδια μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απλώην αχτσ̑ά, φόρουσι τσι α σ̑αλβάρια, άνοιξειν τὄνα 'ου πτιάρ τσ̑ειάρτα
(Απλώθηκε έτσι, φορούσε και παντελόνια, άνοιξε το ένα το ποδάρι προς τα εκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Σο γιορκγάνι πλω τα πουδάρα σ'
(Κατά το πάπλωμά σου άπλωνε τα ποδάρια σου˙ πρέπει κανείς να έχει συναίσθηση των δυνατοτήτων του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
σουντώ :2
β.
Αμτβ., ξεμουδιάζω
Μισθ.
:
Λίου λίου ν' ἀπλώσ'νι, χαμαλάιζαμ'
(Λίγο λίγο, να ξεμουδιάσουν (ενν. τα βόδια), τα βάζαμε στο χάμι
)
Μισθ.
4. Μεσοπαθ., ξαπλώνω
Μισθ., Σίλ.
:
Απλώχα να αναπαχώ
(Ξάπλωσα να ξεκουραστώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απλώχαν σα καργιά τ' απάνω
(Ξάπλωσαν πάνω στην κοιλιά τους, δηλ. μπρούμυτα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ούλοι μας τσην ιή γιουπλώσ'καμ’
(Όλοι μας ξαπλώσαμε στην γη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
μακρυναίνω, ντεβριλντώ, ξαπλώνω, χαλάνω
β.
Η παθ. μτχ., ξαπλωμένος
κ.α., Μισθ.
Συνών.
απλώνω