ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απίδι (ουσ. ουδ.) απίδ' [aˈpið] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. απίτ' [aˈpit] Φερτάκ. απίθ' [aˈpiθ] Μαλακ. απίγ̑' [aˈpiʝ] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. απίρι [aˈpiri] Σίλ. απίρ' [aˈpir] Αραβαν., Γούρδ. απίι [aˈpii] Τροχ. απί [aˈpi] Σεμέντρ. αbίχ̑' [aˈbiç] Αξ. 'πίδι [ˈpiði] Φάρασ. Πληθ. απίδια [aˈpiðʝa] Μαλακ., Τελμ. απίγια [aˈpiʝa] Αξ., Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ. απία [aˈpia] Μισθ. απ-πία [apˈpia] Ουλαγ. απίρια [aˈpirʝa] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. 'πίδα̈ [ˈpiðæ] Φάρασ. 'πίδα [ˈpiða] Αφσάρ. Από το μεταγν. ουσ. ἀπίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἄπιον.
1. Αχλάδι ό.π.τ. : Ντίκ'σαν ένα κιöσενgί, γκι ως σαbαχτάν έβγαν σταφύα, μήλα γκαι απ-πία (Φύτεψαν ένα δαυλί, και ως το πρωί βγήκαν σταφύλια, μήλα και αχλάδια) Ουλαγ. -Κεσ. Φοβούμαι μη τα φάτε τσ̑ίπ͑ τα 'πίδε τσ̑αι μη με 'φήτσ̑ετε μένα νηστικό (Φοβάμαι μήπως τα φάτε όλα τα αχλάδια και με αφήσετε εμένα νηστικό) Φάρασ. -Αναστασ. Ντ' απίγια τσ̑ουρούντ'σαν (Τα αχλάδια σάπισαν) Μισθ. -Φατ. Πήγαν να αγοράσουν ντουζένια, κριάτα, απίδια, μήλα, κρασά, ιρακίδια (Πήγαν να αγοράσουν προμήθειες, κρέατα, αχλάδια, μήλα, κρασιά, ρακές) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Πέσε απίδ' να σε φάγω (Πέσε αχλάδι να σε φάω˙ Για τους τεμπέληδες που τα περιμένουν όλα έτοιμα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μεράπι
2. Αχλαδιά ό.π.τ. : Φέτ' ντο απ-πίι μας απ-πία ντεν έdεκε (Φέτος η αχλαδιά μας δεν έκανε αχλάδια) -Φωστ.-Κεσ. Ντ' απίϊ μας γιομώχην τσιτσ̑άτσ' (Η αχλαδιά μας γέμισε λουλούδια) Μισθ. -Κοτσαν. 'γώ ηύρα 'ς έν τζ̑οπί α ζόριν 'πίδι (Εγώ βρήκα σε έναν κήπο μιά καλή απιδιά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Αστραπή κατεβαίν’ 'ς τα ουλούδια δεντρά, σο απίδ’ πολύ (Ο κεραυνός πέφτει στα μεγάλα δέντρα, πιο πολύ στην αχλαδιά) Ανακ. -Κωστ.Α. Είχαμ' τσ̑αλούια, σύτσ̑ις, απία, τέτοια πράμαδα (Είχαμε δέντρα, συκιές, αχλαδιές, τέτοια πράγματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. απιδιά