απέσορτα
(επίρρ.)
απέσορτα
[aˈpesorta]
Μισθ.
Από το επίρρ. απέσω και το επίρρ. ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Πβ.
ορθά
Προς τα μέσα
:
Λίου απέσορτα φέρισκα 'ου τσ̑αγά μ'
(Λίγο προς τα μέσα το έφερνα εδώ σε μένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.