απεδώρτα
(επίρρ.)
απουγούρτα
[apuˈɣurta]
Μισθ.
απουγάρτα
[apuˈɣarta]
Μισθ.
'πιόρτα
[ˈpʝorta]
Αξ.
Από το επίρρ. απεδώ, όπου και τύπ. απουγού και απι’ώ, και το επίρρ. ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Από εδώ, αποδώ
Μισθ.
:
Έλα απουγούρτα
(Έλα αποδώ)
Μισθ.
-Μακρ.
Ντήιξαν τρία τσ̑ουβάλια απουγά, τρία τσ̑ουβάλια απουγάρτα σου γαϊdούρ' απάνου
(Έδεναν τρία τσουβάλια αποδώ και τρία τσουβάλια αποδώ πέρα στο γαϊδούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το αραbά το έσερναν δύο βάλια ’ντάμα: το ένα ’πειάρτα, το ένα ’πιόρτα
(Τον αραμπά τον έσερναν δύο βουβάλια μαζί: το ένα αποκεί, το άλλο αποδώ)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
απαπεδά :1, απαπεδώ, απεδά, απεδώ