απάς
(ουσ. αρσ.)
απάς
[aˈpas]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ἀμπάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. aba = αμπάς, επανωφόρι.