ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απαπέσω (επίρρ.) απαπέσω [apaˈpeso] Αραβαν., Γούρδ. απαπέσ' [apaˈpes] Μισθ., Σεμέντρ. αποπέσω [apoˈpeso] Σινασσ., Φλογ. αποπέσου [apoˈpesu] Φάρασ. αποπέσ' [apoˈpes] Καρατζάβ. απουπέσου [apuˈpesu] Μαλακ. 'ποπέσου [poˈpesu] Αφσάρ., Ποτάμ., Φάρασ. 'πιπέσ' [piˈpes] Σινασσ. Από συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. απέσω. H λ. και Κύπρ. Πόντ.
Από μέσα, έσωθεν ό.π.τ. : Έβγκη 'σ' ση λίμπλη 'ποπέσου αν ντιλμπέρτσα (Βγήκε μέσα από την λίμνη μιά νεράιδα) Φάρασ. -Dawk. Έβκαλεν 'ποπέσου στο ντουλάπι αν τσίκκιν, δώτσ̑εν τα (Έβγαλε μέσα από το ντουλάπι ένα τόξο, του το έδωσε) Φάρασ. -Παπαδ. Αποπέσω φέρ' 'να σαχι̂́ν (Φέρε ένα πιάτο από μέσα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έρχουνdαι στις τοι-έσ̑οι τσ̑αι στα πεγάιδε 'ποπέσου (Έρχονται μέσα από τους τοίχους και τα πηγάδια) Φάρασ. -Αναστασ. Σέμαν δυο κ'λάτσα απαπέσ' (Μπήκαν δυο παιδιά από μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήγεν αποπέσου η μερκάλτσα, ήφαρεν ντα γερεμάδε (Πήγε μέσα η δράκαινα, έφερε τα γλυκά) Φάρασ. -Dawk. Ζάνdουναμ' 'ν τύρα απαπέσ' μι ντου γκιουσκιού (Κλείναμε την πόρτα από μέσα με την αμπάρα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Λέω στο νού μου 'ποπέσου (Λέω στον νου μου από μέσα˙ σκέφτομαι, λογαριάζω) Φάρασ. -Ανδρ. Βράζει 'ποπέσου μου (Βράζω από μέσα μου˙ Βράζω μέσα μου) Αφσάρ. -Αναστασ. || Παροιμ. Τρυπάς το ντάι, τρως 'ποπέσου, σ̑έν τσ̑όα 'πέσου (Τρυπάς το σακί, τρως από μέσα, χέζεις κιόλας μέσα˙ για τους αχάριστους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Απόξω κάφτ’ τον κόσμο τσ̑’ αποπέσ’ κάφτ’ εμένα (Aπέξω καίει τον κόσμο και από μέσα καίει εμένα˙ για ανθρώπους φαινομενικά γοητευτικούς αλλά κατ' ιδίαν με κακό χαρακτήρα) Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234