απανωγόμι
(ουσ. ουδ.)
απανωγόμι
[apanoˈɣomi]
Σινασσ.
απανωγόμ'
[apanoˈɣom]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἐπανωγόμιον, όπου και τύπ. ἀπανωγόμιν.