ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απανωγόμι (ουσ. ουδ.) απανωγόμι [apanoˈɣomi] Σινασσ. απανωγόμ' [apanoˈɣom] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ἐπανωγόμιον, όπου και τύπ. ἀπανωγόμιν.
Επιπλέον φορτίο σε γαϊδούρι (πέρα από τα εκατέρωθεν του σαμαριού), τοποθετούμενο στην μέση πάνω στο σαμάρι : || Φρ. Απανωγόμι σοκκάρ' (Σκοινί για το δέσιμο του φορτίου στο γαϊδούρι) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γομάρι, ντέγκι, σαλάκα