ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απαποκάτω (επίρρ.) απαπ'κάτω [apapˈkato] Αξ., Αραβαν. απαπ'κάτ' [apapˈkat] Αξ. 'ποποκάτου [popoˈkatu] Φάρασ. 'ποπουκάτω [popuˈkato] Φάρασ. 'μποπουκάτου [bopuˈkatu] Φάρασ. ααπ'κάτ' [aapˈkat] Φάρασ. Από την συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. αποκάτω. Ο τύπ. ααπ'κάτ' με ανοιωτική αποβολή του ενός απ' τα δύο [p].
Από κάτω ό.π.τ. : Γύριζαμ' τὄνα αραbαγιού κάσα απάν' 'ς τ' άλλου τσ̑' απαπ'κάτ' μαίνιξαμ' (Γυρίζαμε την κάσα του ενός κάρου πάνω στο άλλο και μπαίναμε από κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήραν τ' στρώσ̑η τ' απαπ'κάτω τ' (Πήραν το στρώμα του από κάτω του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σο τσ̑ούχος απαπ'κάτω ήτον ένα αβγόν' (Κάτω από τον τοίχο ήταν μιά αποχέτευση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'στέρου λητεύκαν α γλέχι 'ποποκάτου σο γουργούριν ντου, ταυρείνκαν ντα πανουφόρου (Ύστερα έδεναν ένα μαντήλι κάτω από τον λαιμό του, το τραβούσαν προς τα πάνω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'α σκοτώσω το γέρο τζ̑αι 'α πάρω το βόιδι 'σ' το ζευγάριν 'ποπουκάτω (Θα σκοτώσω τον γέρο και θα πάρω από το άροτρο το βόδι (που είναι δεμένο) αποκάτω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντου ντοκάν είσιν χτάρ' ααπ'κάτ' (Το δοκάνι είχε πέτρα από κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Δώτσ̑εν 'μποπουκάτου, έβγκην 'μποπάνου (Χτύπησε από κάτω, βγήκε από πάνω˙ για όποιον είναι γρήγορος στις δουλειές του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdι̂́ζουν τανά (Σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του ψάχνουν μοσχάρι˙ όταν κάποιοι ζητούν με κάθε τρόπο προφάσεις για να κατηγορήσουν κάποιον) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdίζουν τανά (σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του γυρεύουν μοσχάρι˙ όταν ζητούν προφάσεις - εκεί που δεν υπάρχουν - για να κατηγορήσουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αποκάτω, κάτω