απαποκάτω
(επίρρ.)
απαπ'κάτω
[apapˈkato]
Αξ., Αραβαν.
απαπ'κάτ'
[apapˈkat]
Αξ.
'ποποκάτου
[popoˈkatu]
Φάρασ.
'ποπουκάτω
[popuˈkato]
Φάρασ.
'μποπουκάτου
[bopuˈkatu]
Φάρασ.
ααπ'κάτ'
[aapˈkat]
Φάρασ.
Από την συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. αποκάτω. Ο τύπ. ααπ'κάτ' με ανοιωτική αποβολή του ενός απ' τα δύο [p].
Από κάτω
ό.π.τ.
:
Γύριζαμ' τὄνα αραbαγιού κάσα απάν' 'ς τ' άλλου τσ̑' απαπ'κάτ' μαίνιξαμ'
(Γυρίζαμε την κάσα του ενός κάρου πάνω στο άλλο και μπαίναμε από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήραν τ' στρώσ̑η τ' απαπ'κάτω τ'
(Πήραν το στρώμα του από κάτω του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σο τσ̑ούχος απαπ'κάτω ήτον ένα αβγόν'
(Κάτω από τον τοίχο ήταν μιά αποχέτευση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'στέρου λητεύκαν α γλέχι 'ποποκάτου σο γουργούριν ντου, ταυρείνκαν ντα πανουφόρου
(Ύστερα έδεναν ένα μαντήλι κάτω από τον λαιμό του, το τραβούσαν προς τα πάνω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'α σκοτώσω το γέρο τζ̑αι 'α πάρω το βόιδι 'σ' το ζευγάριν 'ποπουκάτω
(Θα σκοτώσω τον γέρο και θα πάρω από το άροτρο το βόδι (που είναι δεμένο) αποκάτω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντου ντοκάν είσιν χτάρ' ααπ'κάτ'
(Το δοκάνι είχε πέτρα από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Δώτσ̑εν 'μποπουκάτου, έβγκην 'μποπάνου
(Χτύπησε από κάτω, βγήκε από πάνω˙ για όποιον είναι γρήγορος στις δουλειές του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdι̂́ζουν τανά
(Σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του ψάχνουν μοσχάρι˙ όταν κάποιοι ζητούν με κάθε τρόπο προφάσεις για να κατηγορήσουν κάποιον)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdίζουν τανά
(σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του γυρεύουν μοσχάρι˙ όταν ζητούν προφάσεις - εκεί που δεν υπάρχουν - για να κατηγορήσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αποκάτω, κάτω